- ἄργεμα
- ἄργεμονalbugoneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άργεμα — (I) το (Α ἄργεμα) αρρώστια των ματιών, λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο]. (II) το [αργεύω] 1. η αργοπορία 2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό … Dictionary of Greek
άργεμο — το (Α ἄργεμον) 1. άργεμα (Ι)* 2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι)* και ανάγονται σ ένα ουδ. *άργος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
άργεμος — ἄργεμος, ο (AM) 1. άργεμα (Ι)* 2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο] … Dictionary of Greek
ar(e)-ĝ- (arĝ-?), r̥ĝi- (*her-(e)-ĝ-) — ar(e) ĝ (arĝ ?), r̥ĝi (*her (e) ĝ ) English meaning: glittering, white, fast Deutsche Übersetzung: “glänzend, weißlich” Note: O.Ind. r̥ji pyá “ darting along “ epithet of the bird syená (“eagle, falcon”), Av. ǝrǝzi fya (cf. Gk … Proto-Indo-European etymological dictionary